εὐρυνεφής

εὐρυνεφής
εὐρυνεφής
lord of spreading clouds
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευρυνεφής — εὐρυνεφής, ές (Α) αυτός που έχει πλατιά σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νεφης (< νέφος), πρβλ. ερυθρο νεφής, πυκνο νεφής] …   Dictionary of Greek

  • εὐρυνεφεῖ — εὐρυνεφής lord of spreading clouds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐρυνεφής lord of spreading clouds masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργινεφής — ἀργινεφής ( οῡς), ές (Α) λευκός σαν σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”